χιουμοριστικός

χιουμοριστικός
-ή, -ό, Ν [χιουμοριστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιουμοριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ, ευθυμογραφικός: Διαβάσαμε μερικά χιουμοριστικά διηγήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλουζ — Είδος αφροαμερικάνικου τραγουδιού που εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. και εξελίχτηκε στην αρχική του μορφή ως μ. της υπαίθρου (country blues) και αργότερα, κατά το τέλος του αιώνα, ως μ. της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”